φοινικοστεροπας

φοινικοστεροπας
    φοινικοστερόπας
    φοινῑκο-στερόπᾱς
    -ᾱ adj. m мечущий багряные молнии
    

(Ζεύς Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φοινικοστεροπας" в других словарях:

  • φοινικοστερόπας — α, ὁ, Α (δωρ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που εξακοντίζει ερυθρές αστραπές. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αντί τού αμάρτυρου *φοινικοστερόπης < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + στεροπή «αστραπή»] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοστερόπα — φοινῑκοστερόπᾱ , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc nom/voc/acc dual (doric) φοινῑκοστερόπα , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc voc sg (doric) φοινῑκοστερόπᾱ , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικοστερόπαν — φοινῑκοστερόπᾱν , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc acc sg (epic doric aeolic) φοινῑκοστερόπαν , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»